Ένα συχνό φαινόμενο στην αρχή της σχολικής χρονιάς και συνηθισμένο στην προσχολική ηλικία είναι το άγχος αποχωρισμού. Χρονικά προσδιορίζεται από τον 18ο μήνα, όποτε το παιδί αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη μονιμότητα των αντικειμένων (ότι δηλαδή ό,τι χάνεται από το οπτικό του πεδίο δεν εξαφανίζεται, αλλά μπορεί να επανέλθει) και συνήθως ολοκληρώνεται γύρω στα 6 έτη. Το άγχος αποχωρισμού είναι φυσιολογικό στη βρεφική ηλικία και έως και τα 3 έτη.
Έρευνες έχουν δείξει ότι η εδραίωση μίας σχέσης προσκόλλησης µε ένα άλλο πρόσωπο, εν προκειµένω µε την παιδαγωγό/ νηπιαγωγό είναι απαραίτητη, ώστε το παιδί να έχει ένα πρόσωπο αναφοράς όταν το περιβάλλον θα του δηµιουργήσει εσωτερική ένταση.
Μελέτη που διενεργήθηκε από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου το 2004, έδειξε πως η μηδενική ή ελλιπής προσαρμογή νεαρών νηπίων στον παιδικό σταθμό αυξάνει τα επίπεδα κορτιζόλης, γνωστή και ως ορμόνη του άγχους, τα οποία παραμένουν αυξημένα ακόμη και πέντε μήνες μετά από την ένταξή του νηπίου στον παιδικό σταθμό.
Η μέθοδος αυτή προσαρμογής εισάγει ομαλά το νεαρό νήπιο στο περιβάλλον του παιδικού σταθμού καθώς και στην επαφή του με τους επαγγελματίες φροντιστές, έχοντας κοντά του τον βασικό του φροντιστή. Η φάση εγκλιματισμού λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια των 2 εβδομάδων. Προκειμένου να διευκολυνθεί ένας ήπιος, χωρίς άγχος, εγκλιματισμός, δεν γίνεται κανένας αποχωρισμός κατά την αρχική φάση των 3 ημερών. Η μητέρα ή ο πατέρας είναι παρόντες και αποτελούν το «ασφαλές καταφύγιο» του παιδιού, αλλά παραμένουν όσο το δυνατόν πιο παθητικοί.
Την 4η ημέρα, γίνεται η πρώτη απόπειρα αποχωρισμού. Λαμβάνοντας υπόψη την αντίδραση του παιδιού, η διάρκεια του αποχωρισμού αυξάνεται σταδιακά κάθε μέρα. Κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης σταθεροποίησης το παιδί παραμένει μόνο του με τον/ την παιδαγωγό για όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Στην τελική φάση ο γονέας δεν παραμένει πλέον στον παιδικό.
Εάν το παιδί δεν δέχεται τον αποχωρισμό και κατά τη διάρκεια της απουσίας των γονιών δεν μπορεί η νηπιαγωγός να το καθησυχάσει για σταθερά μεγάλο χρονικό διάστημα – εάν δηλαδή το παιδί χρειάζεται μεγαλύτερη διάρκεια προσαρμογής – οι απόπειρες αποχωρισμού θα πρέπει να επαναληφθούν μετά από 1 εβδομάδα.
Η προσαρμογή του παιδιού έχει ολοκληρωθεί, όταν ο/η νηπιαγωγός μπορεί να χρησιμεύει ως «ασφαλές καταφύγιο» και όταν το παιδί δέχεται να παρηγορηθεί από αυτή.
Η ασφαλής προσκόλληση αρχίζει να αναπτύσσεται όταν ο φροντιστής αντιλαμβάνεται τις ανάγκες του παιδιού και είναι διαθέσιμος να ανταποκριθεί κατάλληλα σε αυτές.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των βρεφών με ασφαλή δεσμό προσκόλλησης είναι η ενεργητική επικοινωνία και αλληλεπίδραση με τους γονείς τους, το αίσθημα εμπιστοσύνης που βιώνουν προς αυτούς όταν είναι λυπημένα και η άνετη εξερεύνηση του περιβάλλοντος σε συνθήκες που αντιλαμβάνονται την παρουσία των φροντιστών (Sroufe, 2005).
Ο φροντιστής χαρακτηρίζεται ως δοτικός προς το βρέφος, δίνοντάς του το χώρο ταυτόχρονα να κάνει τις επιλογές του ελεύθερα και να λαμβάνει αποφάσεις. Συνεπώς, παρατηρείται υψηλή φροντίδα και περιορισμένη υπερπροστασία (Bretherton, 2000).
Από την Αναστασία Κόντη, babysitter της Nannuka.
Βιβλιογραφία:
Bowlby, J. (1988). Attachment, communication, and the therapeutic process. A securebase: Parent-child attachment and healthy human development, 137-157.
Bowlby, J. (1979). The bowlby-ainsworth attachment theory. Behavioral and Brain Sciences, 2(4), 637-638.
Feldman, R. (2009). Εξελικτική ψυχολογία δια βίου ανάπτυξη. Τόμος Α’ (Η. Μπεζεβέγκης Επιμ.). Gutenberg.
Άλλες πηγές:
https://www.theguardian.com/society/2005/sep/19/childrensservices.earlyyearseducation
LEAVE A COMMENT